Η έμπνευση της ημέρας (Παρασκευή 2-11-2018)
02/11/2018
Με αρκετές λογοτεχνικές αναφορές κύλησε αυτή η εβδομάδα και με έναν ακόμη σπουδαίο λογοτέχνη θα κλείσει! Σαν σήμερα το 1911 γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης και η έμπνευση της ημέρας είναι αφιερωμένη σ’ εκείνον!
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμάται με Νόμπελ. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία ήταν η εξής: «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».
Ο Οδυσσέας Ελύτης διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.
Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα “Άξιον Εστί”, “Ήλιος ο πρώτος” και οι “Προσανατολισμοί”, ενώ τον μελοποίησαν μερικοί από τους πιο σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νότης Μαυρουδής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Δημήτρης Λάγιος κ.α.
Περισσότερα για τον Οδυσσέα Ελύτη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Μουσική: Μιχάλης Τρανουδάκης
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.
Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.
Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες,
το τιμόνι, το πεντάλι της.
Τη ζωνη της, τη βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.
Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.
Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.